24.10.10

If and only if

If we shared some more than music,
If you cared more than a friend,
Then let me know, you damned bastard
And let me be again myself.

29.9.10

Στην έρημο

Κάποτε μια αύρα με τύλιξε.
Με σήκωσε στην αρμονικά κυρτωμένη ράχη της και με ταξίδεψε
Σ| εναν κόσμο που ξεχναμε πως υπάρχει.

Γιατί μόλις ξυπνήσει η αυγή
Τινάζουμε με φόβο την άμμο απ| το σωμα,
Στεκόμαστε όρθιοι στην έρημο που αποκοιμηθηκαμε,
Και σαν να ήταν οι μέρες μετρημένες τρεπόμαστε σε φυγή.
Άτακτη. και σιωπηλη. και αγχωμενη.
Ο κυνηγός αόρατος, μυρίζουμε το χώμα που τρέμει.
Μακριά ακούγονται βροντές, στον ορίζοντα πιο πέρα.
Και το τρομοκρατημένο σώμα σου σε πάει όλο μακρύτερα.
Έχει ξεχάσει πως σου άνηκει.
Κι έχεις ξεχάσει να το σταματάς.

Κάπου εκεί λοιπόν, σαν από σύννεφο, είδα την αύρα να λαμπυρίζει.
Ηταν γοργή, μα χόρευε.
Τύλιγε στον άνεμο τα χέρια , έσερνε τα πόδια στην καμένη γη.
Έπαιζε με τα μαλλιά μου, σιγογελώντας αιθέρια μελωδία.

Την κοίταξα παρακλητικά
Της είπα για τον φόβο μου.
Το σώμα μου αναριγούσε απο προσμονή.
Με έδεσε απ| την κορδέλα του χεριού της και με σήκωσε ψηλά.
Κοντά στους αιθέρες μου είπε μυστικα που δεν θυμομουν
Εκεινα που δεν είχα ακουσει,
Και αυτά που δεν ηθελα να ξερω.

Την νύχτα με άφησε σ| ένα βράχο και συνεχισε μόνη.
Η βροντη, που μας είχε φτάσει, ξαπόστασε στο μετωπό μου
Και ξέσπασε μεσα μου λυτρωτικη καταιγιδα.
Το σώμα μου χαιρόταν, πάλευε, λύσαγε, ορμούσε.
Μα μολις η καταιγίδα κόπασε, εσβησε απ| την οψη τις ρυτιδες κ εξαφανιστηκε κ αυτή.
Το σώμα μου, αποκαμωμένο επεσε καταγής.
Οι σταγόνες της θεομηνίας εγίναν μικροί Ίκαροι, τραβώντας νότια.

Κι αφού έμεινα τελευταια πίσω,
Έγειρα στο βράχο και κοιταζα το τίποτα μπροστά μου.
Όπου το χώμα είχε γίνει υγρό, αναδευόταν η αγέννητη ζωή.
Τα πάντα γύρω με περίμεναν. Πανω μου αιωρούνταν κεραυνοί.
Ένα βουητό τους ξεφευγε, σαν ν| ανυπομονούσαν.
Μα άνοιξα τα μάτια κι γίναν ηλιαχτίδες.

13.9.10

Not So Far, This Memory

Παλαιότερα έβρισκες χρόνο.
Τίποτα δεν γινόταν αφορμή για εμπόδιο.
Έβλεπα ακόμα την αλήθεια.
Σου έλεγα μια λέξη και την αγκάλιαζες.
Χωρίς δισταγμό. Δίχως να φοβάσαι.
Ήσουν σίγουρος για την αλχημεία μας.
Την άκουγες, την ένιωθες, την ζούσες.
Έβρισκα στίχους και έβαζες σιωπηλός τη μελωδία.
Χορεύαμε σε κάτι που δεν ξέραμε τι είναι,
αλλά ήταν αληθινό.

Πλέον δε μ| εμπιστεύεσαι.
Πια δε σε πιστεύω.
Σαν ναυαγός πιάνεσαι από ένα μαδέρι,
λες κάτι, το αναιρείς...
Χαίρομαι, λυπάμαι.
Το μόνο που θέλω είναι η αγκαλιά μας.
Χωρίς διακοπές, χωρίς κρυμένες σκέψεις,
Δειλές υπεκφυγές.
Χωρίς άλλο ψέμα.
Κάθε φορά θέλω να σπάσω.
Να ραγίσει η πέτρα μέσα μου και να σου πω.
Να σου πω τα πάντα.
Να μη με κάνεις να μετανιώσω.
Να είναι όλα όπως τότε... Θυμάσαι;

...Μας έπαιρνε το κύμα και χανόμασταν.
Γελώντας.
Παίζαμε με τις Ώρες και μας έκλειναν το μάτι.
Ταξίδευες και με σκεφτόσουν.
Έφευγα και μου λεγες να μείνω...

Και μια φόρα που έσπασα δεν ήσουν εδώ ν| ακούσεις.
Κι ήταν άσχημο που ένιωσα ανακούφιση.

5.9.10

Θενκ γιου σόου ματς

Και να λοιπόν, ήρθε αυτό που φοβόσουν από τότε που ήξερες ότι κάποια μέρα θα ερχόταν: η παραδοχή ότι χρειάζεσαι πλέον βοηθητικό έναυσμα για να γράψεις. ||Δώσ μου ένα θέμα κυρίααα, έχω κολλήσει||. Ουάου. Ωραία τα κατάφερες βρε! Αλλά, όπως και να |χει, ευλογημένος να ναι ο άνθρωπος.
Γιατί όταν κάνεις αναζήτηση στο γκούγκλ ||τόπικσ φορ κριέτιβ ράιτινγκ||, τότε στάνταρ κάτι δε πάει καλά. Αλλά ευτυχώς βρίσκεις τη καταλληλη σελίδα και είσαι ευχαριστημένος. Προς το παρόν.
Κάθησα τη νύχτα που με είχε στήσει ο Μορφέας και δεχόμουν οδηγίες για να επαναφέρω την πρόσφατα σβησμένη φλόγα. Αφού πριν είχα πάρει πολλές και πολύτιμες συμβουλές, όπως ||ιτς δε ράιτερς μπλοκ, ιτς νάθινγκ ανγιούζουαλ, τζαστ α φέιζ||, ή ||ντες κομμτ βίντα, κόι ανγκστ, ντες ατ ι άου σο όφτ||, τις οποίες θα κάνω τατουάζ πίσω απ| το αυτί μου να τις βλέπω κάθε μέρα, αφου λοιπόν δεχτείς αυτες τις συμβουλές, κάθεσαι και εναγωνίως κοιτάς τις επόμενες οδηγίες που σου δίνει κάποιος φάκινγκ ζούρναλιστ στο χαώδες διαδίκτυο. Κρέμεσαι στο χείλος του γκρεμού και η μόνη φωτεινή αχτίδα σωτηρίας βρίσκεται στα σοφά χέρια του φάκινγκ ζούρναλιστ, που στοργικά και ενθαρρυντικά θα σε τραβήξει πάλι στο έδαφος, στην ασφαλή γη της δημιουργίας. Τα γράμματα τρέμουν λιγάκι στην οθόνη, καθότι και περασμένη η ώρα, και -νιώθοντας την αγωνία να κορυφώνεται- αρχίζεις να διαβάζεις τον πρώτο στίχο της καινούριας σου βίβλου:

||write about the last time you pampered yourself.||

Όου.. Ουέλλ!

Άι... θένκ γιου σόου μάτς!!

4.7.10

Αναμεσα

Για άλλη μια φορά, σου γράφω απ| το σκοταδι.
Ξερω πως δεν μ ακους κι ομως σου γραφω.
Βλεπεις, η απουσια σου μου εγινε συνηθεια.
Ησουν αλλωστε ποτε εδω;
Λεξεις λεξεις λεξεις χωρις νοημα,
τις ελευθερωνω για να μην μου κυριαρχουν τη σκεψη.
Προσπαθωντας να εχουν μελωδια οι στροφες,
Μια πιο ησυχη απ| τη ζωη που ζω αυτες τις μερες.
Μια πιο ωραια, πιο φιλοσοφημενη, πιο αρμονικη.
Μια ζωη που χορευει σε αλλωνων ρυθμο,
ενω προσπαθει να θυμαται τον δικο μου:
||Αναμεσα στα φυλλα που ανυπομονουν να πεσουν,
και στα σταχυα που δε θελουν ποτε τους να λυγισουν,
εκει αναμεσα η ομορφια,
καπου εκει με περιμενεις||.

19.5.10

Again

Όλα παλι απ| την αρχη
κ εγω δειλιαζω
πώς ξεχνιεται τοσος πονος;
πώς ασπριζει τοση μαυρη γη; καμενη...
για δευτερη μερα δεν νυχτωνει
και τα πνευματα κοιμουνται ακομα
βαρια στις γωνιες τις ομιχλης.
σε διακρινω καπου εκει μαζι τους
ακινητος στεκεις και κοιτας
ολο με περίμενες
ολο σε περίμενα.
δεν εχω δυναμη να συνεχισω,
δεν ελπιζω να μου βγει σε καλο.
μονο να σε κοιτω μπορω
και να σε σκεφτομαι

3.5.10

Ισως και τελος

δε με νοιαζει πως περνας, δε θυμαμαι αν υπαρχεις,
δε νομιζω να πονας οπως πονω,
ουτε να νιωθεις μονος.
η σιωπη μου τωρα πια εγινε δρομος,
χωρος για μοναξια κι αληθειες,
τοπος που μονο εγω θα ζω, χωρις ονειρεμενες νυχτες.
χωρος μικρος και αδειανος, μα ταυτοχρονα μεγαλος,
φαρδυς σε πλατος λησμονιας,
μακρυς στου χρονου καλλος.
κι οταν θα λες πως μ |αγαπας, κι οταν θα ιδρωνεις,
οταν στο πλαι θα κοιτας,
κανοντας πως θυμωνεις
οταν, τ| ονομα μου στη φωνη, καποια αλλη θα σου λειπει
κι οταν στο τελος θα γελας, μπροστα στην ιδια σου τη ληθη,
ισως εγω να σε κοιτω, και να σκεφτομαι αγαπη,
ισως μετα σ| αναζητω,
ισως μου λειπει κατι.
ισως ομως και να πονω, χωρις να σου το δειχνω,
και νοηματα ν| αναζητω σ| εναν τυχαιο στιχο.
και τελος, ισως να μην κοιταξω καν μεσα στα κρυα ματια,
ισως να φυγω αθορυβα, κρυφα, γι| αλλου νερου πηγαδια.
ισως να μην ημουνα ποτε και τοσο ερωτευμενη,
κι ισως απ| του ερωτα το φως μόνη η πειρα μενει.

9.2.10

Morris in Genf

Νομίζω θα αρχισω να ξεχναω να σκεφτομαι.
Η βαρεμαρα χτυπαει κοκκινο και καθε φορα που συμβαινει αυτο, η υπνηλια την ακολουθει κατα ποδας. Ωιμε!
Δυστυχισμενα δυστυχισμενα πλασματα, που για υψηλοτερες πνευματικες διεργασιες δεν εχετε κατανοηση, που οι πυλες του φιλοσοφημενου νου θα παραμενουν αιωνια κλειστες! Δυστυχισμενα πλασματα, τοση γνωση σάς στερειται, τοση σοφια σταζει σπαταλα και περναει φευγαλεα απο τα αναισθητα ωτα σας, χωρις να προκαλεσει την παραμικρη συγκινηση, χωρις να διεγειρει ουτε ενα κυτταρο ανθρωπινης συγκινησης.
Ποιός θεος σας καταραστηκε, ανθρωποειδη κελυφη, να μην εχετε σκια δικη σας, στου ηλιου τη θωρια να τρεμετε, μπροστα στις νεφελες της ληθης να κυρτωνετε υποτακτικα τη ραχη... Υπηρετες της ιδιας σας πειθαρχημενης απαθειας, ζωντα ζωα που ζουν χωρις ζωη, κογχες αδειες μεσα σε ωμα κουφαρια, βλεμματα φτωχα καθε σπιθας, θωρηκτα ακινητοποιημενα στην ανεση της αδρανειας. Ω πλασματα της νυχτας δυστυχισμενα, στα Ταρταρα γεννηθηκατε, σε κώμα μεσα ζειτε και απο αποριας αθλιο κυμα θα πνιγειτε. ΖωΥφια, καταθλιπτικες υπαρξεις, για μια τελευταια φορα σας καλω στον χορο της ζωης, της μουσικης, των αισθησεων, εδω που ολα εχουν το χρωμα του μελιου που πηγαζει απο την πευκη, που ο κεδρος δινει τους αρωματικους χυμους του για προσκεφαλο στους φιλοσοφους, που απο τα ρυακια των ορεων κυλαει το νερο της γνωσης. Σε σας φωναζω, σε ωτα μη ακουοντα, οφθαλμοι αώματοι, μυτες απονεκρωμενες και γλωσσες γυμνες απο τραγουδια. Σε σας φωναζω, πλασματα που τα χερια σας ουτε ενα πουπουλο κοσμει, που τα ποδια σας ριζωμενα στις πλαγιες, σας βροχοι αεναης ακινησιας στεκουν.
Που ψυχη τε και σωματι φυλακισμενοι, στα δεσμα ενος Δεσμώτη που εσεις διαλλεξατε, που μπροστα στην ομορφια του κοσμου απαθεις αλλου κοιτατε.
Ω πλασματα δυστυχισμενα, αμοιροι σκλαβοι των ψυχων σας, αφου τοση ωρα σας καλω και με απογνωση φωναζω, αφου λοιπον στις θεσεις σας πεισματικα εμμενετε, σε χωματα αμμωδη και αλλοιωμενα, τοτε λοιπον αναρωτιεμαι μηπως η μοιρα αυτη σας αξιζει, αυτην διαλλεξατε, αυτην εκλεξατε, αυτην εξυψωσατε σε βαθρο χρυσαφενιου βασιλεα...
Εχετε γεια! πλασματα της αβυσσου, της απυθμενης βλακειας, του ανειπωτα ραθυμου ποδοβολητου ζαλισμενου κοπαδιου προβατων, μεινετε στις στον δικο σας κοσμο και αφηστε με εμενα πισω, να χορευω με τις μουσες.

6.2.10

Εξ αφορμης ωραιας

Ω ναι... Σαν να ξαναπλησιαζει ο παλιος εαυτος.
μεσα απο τραγουδια, απο ερωτες παιδικους, απο νοτες, ονειροπολησεις, ρομαντικη γαληνη.
αυτην επιδιωκω, ρομαντικη γαληνη.
αυτην που ειχα, που με διακατειχε εξ ολοκληρου την εποχη που εγραφα, και εγραφα, και εγραφα...
οι ιδεες φευγανε το ιδιο ευκολα απο το νου οπως οι ανασες απ το στηθος.
σημερα ολο κ πιο δυσκολο, αναμεσα σε αγνωστους που γραφουν γελωντας για σεξ, για ||γαμησια||, για ||πουτσους|| και ||μουνια||
ποσο δυσκολο να κρατηθω στη θεση μου, εκει οπου αισθανομαι ανετα, οτι ζω ως εγω, ως ο εαυτος μου...
δυο ματια που κοιτουν διχως ντροπη, μα συναμα με μια παιδικη αθωα πονηρια, που με τρελαινει.
τι ωθει τους ανθρωπους να γινονται ωμοί, ολο και περισσοτερο ωμοί;
παντα ετσι ηταν; παντα σπαγαμε πλακα για το καθετι; ακομα και για το πιο ιδιαιτερο, το πιο μυστυριωδως ωραιο, το απλα ομορφο, το φυλαγμενο σαν φυλαχτο στη σκεψη;
ευφυια αυτη τη στιγμη φαινεται πως σημαινει να εισαι οσο πιο καυστικος και κυνικος, σαρκαστικος και επιτυχημενα χαιρεκακος γινεται. να γελοιοποιεις με λεκτικη χαρη τις αδυναμιες του αλλου, να του τις τριβεις στη μουρη κ να λες: ||κοιτα ποσο λουζερ εισαι, ποσο αθωος!, πασχεις ανθρωπέ μου, πασχεις!||
απαιτειται σημερα να παραβεις καθε λογικο οριο του εαυτου σου, με τον πιο παραλογο και παραταιρο τροπο: αποστασιοποιησου απο τις ||σάχλες|| του ευρυτερου συνολου, γινε ||ψαγμενος|| χωρις να γινεις κουραστικος, ουτε τρεντυ ουτε εμο, ουτε γκευ αν γινεται. συγρονως πρεπει να φροντισεις να βελτιωσεις το μπλακ χιουμορ σου, τον κυνισμο που ολοι κρυβουμε μεσα μας. προετοιμασου, εσω ετοιμος να φας τον κοσμο, πριν σε φαει αυτος. ξεχωρισε, μην γινεις ||μαζα|| αλλα ταυτοχρονα υποστηριζε τις ||σωστες αποψεις|| της. το καλυτερο που εχεις να κανεις ειναι να τις παρουσιασεις σαν δικες σου, ει δυνατον λεγε παντα οτι ολα ξεκινησαν απο σενα, παιξτο πως εισαι το κεντρο του κοσμου ενω δειχνεις οτι δε σου καιγεται καρφι, νιωσε κουλ ενω απο μεσα τρεμεις. εχε για καθε σου σκεψη μια λογικη αφορμη. μη βγαινεις απ το ||εδω και τωρα||
και οσο αυτο το παραδοξο συνεχιζει, αν καποιος ξεφυγει απο το ιερο προτυπο κ οντως φανει διαφορετικος, αναλογα με τις συγκυριες θα εξετασθει η περιπτωση του, θα αναλυθει λιγακι, θα αναλωθει σε διαφορες παρεες συζητησεων και ισως παρει την πρασινη σταμπα και αποχωρησει με αξιοπρεπεια απο τον κοσμο των ||κοινων θνητων||, των δεμενων στα μοιραια παθη τους individuum. αν οχι, εισαι φρικ κ κανενας δε θα ξαναασχοληθει για πολυ καιρο μαζι σου.
...στη ζωη σου μπορεις να χαρεις, αλλα μην το κανεις πολυ φανερα γιατι μπορει να φανει οτι δεν χαιρεσαι συχνα κ οτι χαιρεσαι πολυ που χαρηκες πολυ! και προς θεου, μην κλαψεις μπροστα σε κατι ομορφο, ουτε σε κατι ασχημο, τι ευκολα που χανεις το εδαφος κατω απ τα ποδια σου, τι ευκολα που παραδιδεις τα οπλα...
θα πρεπε να ντρεπεσαι; μα φυσικα! οχι; οκ οχι τοτε, οτι πει το κοινο. οτι σκεφτουν οι αλλοι για σενα; δε σου καιφεται καρφι; μηπως σου τελειωσαν τα καρφια; μηπως δεν εχεις αναπτηρα; να το κοιταξεις...
Έλα τώρα, οχι σε μας αυτα, μουρη θες να πουλησεις παλι; Κι οταν σε παρουν χαμπαρι κ σ|το πουν κοιτας στο πλάι. Συγγνωμη δε σας ακουσα. Επιβεβαιωση ψαχνεις; ΝΑΙ. Μα σε καθε λεξη; Σε καθε σκεψη; Σε καθε τόνο και σε κάθε πόνο; Κι όταν δεν την παίρνεις, την παιρνει ο αλλος. Κι όταν το προστυχοποιημενο μυαλο δει πισω απο τις λεξεις, κάτι θα λαμψει κ θα σβησει.
και παλι, οσο τα συζητας ολα τουτα και δουν το φως της δημοσιοτητας (δηλ ματια αλλα απο τα δικα σου), τοτε δικαιολογησου. πες οτι ειχες αυπνιες κ τα εγραφες, οτι οσο ειλικρινης κ αν θες να φανεις απεναντι στους αλλους, εν τελει δεν τα πολυκαταφερνεις, γιατι θα σε παρεξηγησουν. μα ποσο χαμηλη αυτοπεποιθηση εχεις επιτελους, να καιθεσαι να κλαιγεσαι σε μια σελιδα για τους αλλους; για τον εαυτο σου δεν ζεις;
μαλλον, αν καταφερες να τον βρεις, ή αν δεν τον εχεις χασει ακομα. αν τον εχασες, ξαναβρες τον οπωσδηποτε, αλλιως θα εισαι δυστυχης. κ θα ειναι πιο ευκολο να σου ορμησουν τα λιονταρια.

11.1.10

Χάρτινες Μαντινάδες

Άλλη μια παραγωγική μέρα έφτασε στο τέλος της (ευτυχώς και επιτέλους / ζήτω γιούπι και όλα τα σχετικά).
Ούτε 80 χρονών να μουν, να χαίρομαι που τελειώνει η μέρα κ μπορώ να αποτραβηχτώ ήσυχα ήσυχα στο κρεββατάκι μου. Αν και, τώρα που η σκέψη ξαναβγαίνει φρεσκοεπεξεργασμένη απο τα σοκάκια του μυαλού, εδώ που τα λέμε και εντελώς μεταξύ μας... ούτε αυτό δεν είναι δυνατόν. πλέον. γαμώ τις σχολές μου μέσα γαμώ!
πόσο μαζόχα παίζει να 'μαι πια; μα πόσο;
||Πιο εύκολο μου φαίνεται, τ' αστέρια να μετρήσω, παρά τα μάτια σου τα δυο να τα ξελησμονήσω||.... ο Χριστός κι η Παναγία δλδ. μόνο που το τραβάς το χαρτάκι απ' το ημερολόγιο, νιώθεις μια κράμπα στο δάχτυλο πριν καν το διαβασεις. Την επομενη φορά θα πάρω με συνταγές μαγειρικής.

9.1.10

Mr Love ή Η επιστροφή στο Σπίτι

Το χιόνι πέφτει σε μικρές μικρές νιφάδες, στοιβάζονται πάνω στις παλαιότερες του είδους τους και μας σπάνε τα νεύρα. 5 ανθρώπους μετρήσαμε σήμερα να πέφτουν-τρώνε γλίστρες-τα μούτρα τους. Κάθε φορά που κατεβαίνω σκάλες αντηχεί στα ευαίσθητα ώτα μου το soundtrack του Vertigo που με αναγκάζει να πατάω σαν την γάτα και να γαντζώνομαι -ει δυνατόν- από τα κιγκλιδώματα. γαμάτα.
Αφού τα κατεφέρεις και μπεις στο μετρό (σέρνοντας), βλέπεις ένα σιχαμερό αυλάκι απο καφετιά σαπουνάδα και μικρά πετραδάκια να κόβει βόλτες αναμεσα στα καθίσματα. Κάθεσαι κι ανοίγεις ένα βιβλίο, ακούς μουσική, χαζεύεις. Κατεβαίνεις στη στάση, παρά τρίχα τρώς τα μούτρα σου στην πόρτα, προχωράς, κι άλλο χιόνι βάφεται πορτοκαλί στο φώς των φαναριών. Μπαίνεις στο σπίτι, στη Βουλή εξεράγη βόμβα μέσα σ' ένα κάδο σκουπιδιών. γαμάτα.
Ανοίγεις τηλεόραση, ο Mr Love προσπαθεί να τραγουδήσει μπροστά στην κριτική επιτροπή, που τραβάει τα μαλλιά της και πασχίζει να δημιουργήσει όλο και πιο εφέκτιβ προσβολές. "Όταν τραγουδάς οι κατσαρίδες στον υπόγειό μου πέφτουν σε κώμα"...
Αυτό θα πει Εμπνευση νομίζω...

8.1.10

Κάτω η μίρλα!

το πρώτο για την Τζανέτος

Ω ναι. Ήρθε λοιπόν η στιγμή να *ξανα*ξεκινήσω το μπλόγκινγκκκ. Απεχθάνομαι αυτήν την λέξη. Εντούτοις, χρειάζομαι να πάρω επιτέλους μπρος. Δεν πάει αλλο.
Δεν είναι ακριβώς ψυχοπλάκωμα, δεν είναι ακριβώς κατάθλιψη (αν και ετσι όπως πάμε εκεί θα καταλήξουμε, βάι βάι βάι).
Είναι αυτό το γαμημένο ανακάτεμα του "να πάτε να γαμηθείτε όλοι σας", με λίγο "άι σιχτίρ" και μια τρανή δόση του κλασικού "Βαριέμαι". Με κεφαλαίο.
Ξεκινώ τις ||Μέρες Νέες|| με την αγαπημένη μου φράση αυτό το διαστημα: Δεν είναι ζωή αυτή που ζούμε!
Τί διάολο σχολή είναι αυτή ρε; Μας δουλεύουν ομαδικώς; Αλλη δουλειά δεν είχαμε, να καθόμαστε όόόόόόόλη μέρα σαν φρικς μπροστά σε μια οθόνη - είναι κ δεκατριάρα η μαλακισμένη και μου 'χει βγάλει τα όματα. Να μας βγαίνει ο κώλος σε ξενύχτια πάνω απο ένα ΓΑΜΟσχέδιο και στο τέλος να σου πετάνε το 3.3 στη μούρη, να σου χτυπάνε συμπονετικά τον ώμο και να λες κι ευχαριστώ!
Αργόστροφο ξεκίνημα, αντε, θα τις σκατώσω και τις νέες μέρες. Γιούπι.