29.9.10

Στην έρημο

Κάποτε μια αύρα με τύλιξε.
Με σήκωσε στην αρμονικά κυρτωμένη ράχη της και με ταξίδεψε
Σ| εναν κόσμο που ξεχναμε πως υπάρχει.

Γιατί μόλις ξυπνήσει η αυγή
Τινάζουμε με φόβο την άμμο απ| το σωμα,
Στεκόμαστε όρθιοι στην έρημο που αποκοιμηθηκαμε,
Και σαν να ήταν οι μέρες μετρημένες τρεπόμαστε σε φυγή.
Άτακτη. και σιωπηλη. και αγχωμενη.
Ο κυνηγός αόρατος, μυρίζουμε το χώμα που τρέμει.
Μακριά ακούγονται βροντές, στον ορίζοντα πιο πέρα.
Και το τρομοκρατημένο σώμα σου σε πάει όλο μακρύτερα.
Έχει ξεχάσει πως σου άνηκει.
Κι έχεις ξεχάσει να το σταματάς.

Κάπου εκεί λοιπόν, σαν από σύννεφο, είδα την αύρα να λαμπυρίζει.
Ηταν γοργή, μα χόρευε.
Τύλιγε στον άνεμο τα χέρια , έσερνε τα πόδια στην καμένη γη.
Έπαιζε με τα μαλλιά μου, σιγογελώντας αιθέρια μελωδία.

Την κοίταξα παρακλητικά
Της είπα για τον φόβο μου.
Το σώμα μου αναριγούσε απο προσμονή.
Με έδεσε απ| την κορδέλα του χεριού της και με σήκωσε ψηλά.
Κοντά στους αιθέρες μου είπε μυστικα που δεν θυμομουν
Εκεινα που δεν είχα ακουσει,
Και αυτά που δεν ηθελα να ξερω.

Την νύχτα με άφησε σ| ένα βράχο και συνεχισε μόνη.
Η βροντη, που μας είχε φτάσει, ξαπόστασε στο μετωπό μου
Και ξέσπασε μεσα μου λυτρωτικη καταιγιδα.
Το σώμα μου χαιρόταν, πάλευε, λύσαγε, ορμούσε.
Μα μολις η καταιγίδα κόπασε, εσβησε απ| την οψη τις ρυτιδες κ εξαφανιστηκε κ αυτή.
Το σώμα μου, αποκαμωμένο επεσε καταγής.
Οι σταγόνες της θεομηνίας εγίναν μικροί Ίκαροι, τραβώντας νότια.

Κι αφού έμεινα τελευταια πίσω,
Έγειρα στο βράχο και κοιταζα το τίποτα μπροστά μου.
Όπου το χώμα είχε γίνει υγρό, αναδευόταν η αγέννητη ζωή.
Τα πάντα γύρω με περίμεναν. Πανω μου αιωρούνταν κεραυνοί.
Ένα βουητό τους ξεφευγε, σαν ν| ανυπομονούσαν.
Μα άνοιξα τα μάτια κι γίναν ηλιαχτίδες.

13.9.10

Not So Far, This Memory

Παλαιότερα έβρισκες χρόνο.
Τίποτα δεν γινόταν αφορμή για εμπόδιο.
Έβλεπα ακόμα την αλήθεια.
Σου έλεγα μια λέξη και την αγκάλιαζες.
Χωρίς δισταγμό. Δίχως να φοβάσαι.
Ήσουν σίγουρος για την αλχημεία μας.
Την άκουγες, την ένιωθες, την ζούσες.
Έβρισκα στίχους και έβαζες σιωπηλός τη μελωδία.
Χορεύαμε σε κάτι που δεν ξέραμε τι είναι,
αλλά ήταν αληθινό.

Πλέον δε μ| εμπιστεύεσαι.
Πια δε σε πιστεύω.
Σαν ναυαγός πιάνεσαι από ένα μαδέρι,
λες κάτι, το αναιρείς...
Χαίρομαι, λυπάμαι.
Το μόνο που θέλω είναι η αγκαλιά μας.
Χωρίς διακοπές, χωρίς κρυμένες σκέψεις,
Δειλές υπεκφυγές.
Χωρίς άλλο ψέμα.
Κάθε φορά θέλω να σπάσω.
Να ραγίσει η πέτρα μέσα μου και να σου πω.
Να σου πω τα πάντα.
Να μη με κάνεις να μετανιώσω.
Να είναι όλα όπως τότε... Θυμάσαι;

...Μας έπαιρνε το κύμα και χανόμασταν.
Γελώντας.
Παίζαμε με τις Ώρες και μας έκλειναν το μάτι.
Ταξίδευες και με σκεφτόσουν.
Έφευγα και μου λεγες να μείνω...

Και μια φόρα που έσπασα δεν ήσουν εδώ ν| ακούσεις.
Κι ήταν άσχημο που ένιωσα ανακούφιση.

5.9.10

Θενκ γιου σόου ματς

Και να λοιπόν, ήρθε αυτό που φοβόσουν από τότε που ήξερες ότι κάποια μέρα θα ερχόταν: η παραδοχή ότι χρειάζεσαι πλέον βοηθητικό έναυσμα για να γράψεις. ||Δώσ μου ένα θέμα κυρίααα, έχω κολλήσει||. Ουάου. Ωραία τα κατάφερες βρε! Αλλά, όπως και να |χει, ευλογημένος να ναι ο άνθρωπος.
Γιατί όταν κάνεις αναζήτηση στο γκούγκλ ||τόπικσ φορ κριέτιβ ράιτινγκ||, τότε στάνταρ κάτι δε πάει καλά. Αλλά ευτυχώς βρίσκεις τη καταλληλη σελίδα και είσαι ευχαριστημένος. Προς το παρόν.
Κάθησα τη νύχτα που με είχε στήσει ο Μορφέας και δεχόμουν οδηγίες για να επαναφέρω την πρόσφατα σβησμένη φλόγα. Αφού πριν είχα πάρει πολλές και πολύτιμες συμβουλές, όπως ||ιτς δε ράιτερς μπλοκ, ιτς νάθινγκ ανγιούζουαλ, τζαστ α φέιζ||, ή ||ντες κομμτ βίντα, κόι ανγκστ, ντες ατ ι άου σο όφτ||, τις οποίες θα κάνω τατουάζ πίσω απ| το αυτί μου να τις βλέπω κάθε μέρα, αφου λοιπόν δεχτείς αυτες τις συμβουλές, κάθεσαι και εναγωνίως κοιτάς τις επόμενες οδηγίες που σου δίνει κάποιος φάκινγκ ζούρναλιστ στο χαώδες διαδίκτυο. Κρέμεσαι στο χείλος του γκρεμού και η μόνη φωτεινή αχτίδα σωτηρίας βρίσκεται στα σοφά χέρια του φάκινγκ ζούρναλιστ, που στοργικά και ενθαρρυντικά θα σε τραβήξει πάλι στο έδαφος, στην ασφαλή γη της δημιουργίας. Τα γράμματα τρέμουν λιγάκι στην οθόνη, καθότι και περασμένη η ώρα, και -νιώθοντας την αγωνία να κορυφώνεται- αρχίζεις να διαβάζεις τον πρώτο στίχο της καινούριας σου βίβλου:

||write about the last time you pampered yourself.||

Όου.. Ουέλλ!

Άι... θένκ γιου σόου μάτς!!