30.1.11

Sunday Bloody Sunday

Eιναι ενας ανθρωπος που παιρνει ολα του τα υπαρχοντα και φευγει. βρεχει, και ο δυνατος ανεμος σπα αλλο ενα γυαλι απο το ηδη σπασμενο τζαμι των παραθυρων. η πορτα τριζει. μεσα στο γραμματοκιβωτιο εχουν μαζευτει σκουπιδια. φακελοι που δεν ανοιχθηκαν, ειτε γιατι δεν επρεπε, ειτε γιατι ξεχαστηκαν. ο σοβας ξεφλουδιζεται σιγανα, γλυφοντας τα τουβλα που απογυμνωνονται παραιτημενα. ο αντρας φοραει μια σκουρα καμπαρντινα και κρατα στο χερι μια βαλιτσα, που περιεχει ολα οσα θελει, ολα οσα χρειαζεται, και ολα οσα εχει. το δερμα της ειναι τραχυ, παλιο κι απεριποιητο. τα τελειωματα της ειναι μεταλικα, και λαμπυριζουν θολα κατω απο τον πορτοκαλι ουρανο.
ο αντρας στεκεται ορθιος, μπροστα απο ενα σπιτι. το σπιτι που τωρα παυει να ειναι δικο του. το κοιταζει και κοβει ενα ενα τα δεσμα που τον ενωνουν με την ιστορια. θελει να ειναι ενας ανθρωπος χωρις παρελθον.
ωρα πολλη στεκεται εκει και απο μια ασφαλη αποσταση κοιταζει. το βλεμμα του σκιαζει η μορφη του καπελου του, τα χειλη του ειναι ανεκφραστα. μερικες γκριζες τουφες χορευουν σαν τρελες στον αερα. τα παπουτσια του ειναι παλια μα γυαλισμενα. το παντελονι απο χοντρο μαλλι.
στεκει ο ανθρωπος εκει, κι ολα γυρω του λυσσομανανε. τα συννεφα, με τα τραβηγμενα προσωπα, τα σκουπιδια που πλανωνται ασκοπα στα πεζοδρομιο, η σκονη που κυματιζει καφετια μεσα στους δρομους, απο μακρια ενα αγριεμενο βουητο, η θαλασσα, μερικα πουλια που σαιτευουν σκορπια στο κενο.
ο δρομος ειναι αδειος, ουτε ενας πεζος, ουτε αυτοκινητο, ουτε ζωο, ουτε δεντρο. τα παραθυροφυλλα κλειστα, απο μεσα δεν υπαρχει περιπτωση να ειναι κανεις, μουρμουριζεις στον εαυτο σου και συνεχιζεις την αναζητηση για κατι ζωντανο.
μα το μονο ειναι εκεινος ο ανθρωπος, που ακομα διαγραφει σιωπηλος την μνημη του. καθε στιγμη που περνα, το σπιτι φαινεται να παλιωνει. οι τοιχοι λεκιαζονται, τα τουβλα αλλαζουν χρωμα. μερικα κεραμιδια πεφτουν και σπανε, λιγα μετρα μολις απο τα ποδια του αντρα, που συνεχιζει να κοιτα απραγος. σε λιγο, ολα τα τζαμια των παραθυρων εχουν εξαφανιστει, απο την πορτα λειπει η μιση, το γραμματοκιβωτιο διαλυεται, τα παλια χαρτια πεφτουν καταγης και παρασερνονται απο τον ανεμο και την σκονη.
ο αντρας κανει ενα βημα προς τα πισω, και το σπιτι αρχιζει να τριζει, σχεδον μελωδικα. ενας ηχος σαν απο τα βαθη μιας πονεμενης ψυχης, σαν ενα βασανισμενο θηριο, δεμενο και ζαρωμενο διπλα σ ενα πηγαδι.
ο αντρας κανει αλλο ενα βημα προς το δρομο, τα ματια ακομα στραμμενα στο κτιριο που για μισο αιωνα ηταν ολη του η ζωη. ενα βημα κ αλλο ενα. το σπιτι συεται συθεμελα, τρανταζεται κ γερνει μεσα στην ανεμοθυελλα και τον πορτοκαλι ουρανο. ο βοριας με μια του κινηση, κλεβει το καπελο του ανθρωπου, και τωρα βλεπουμε τα ματια του. ενα μπλε κ ενα καφε, το ενα κλαιει, το αλλο γελαει. με τη λαβη της βαλιτσας σφιχτα στο χερι, ο αντρας κανει μεταβολη και προχωρα με γοργα βηματα στον δρομο.
ταυτοχρονα ο ανεμος δυναμωνει κ αγκαλιαζει τους ταλαιπωρημενους τοιχους. το σπιτι, νικημενο, αφηνει εναν τελευταιο θυμωμενο αναστεναγμο, παραδιδεται στην ληθη και μ εναν απαισιο βροντο καταρρει. το πορτοκαλι χωμα σπευδει να μαζεψει τις νεογεννητες σκονες και σκορπιζεται χορευοντας αναμεσα στις γειτονιες...

Κι ο αντρας χωρις παρελθον, με τη ζωη του να χωρα σε μια βαλιτσα, προχωρα ισια προς τη θαλασσα.


Δεν υπάρχουν σχόλια: